συριακός

συριακός
-ή, -ό / συριακός, -ή, -όν, ΝΜΑ [Συρία]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Συρία ή στους Σύρους (α. «συριακή γλώσσα» — παλαιά σημιτική γλώσσα ομιλούμενη στη Βόρεια Μεσοποταμία
β. «συριακοί κώδικες» — κώδικες ιδιωτικής συλλογής τού ρωμαϊκού και ελληνικού δικαίου στην αραβική, αρμενική και συριακή γλώσσα για χρήση τού Πατριαρχείου Αντιοχείας, τών οποίων το πρωτότυπο είχε γραφεί στα ελληνικά τον 4ο αιώνα
γ. «συριακοί πόλεμοι»
(στην αρχ.) πέντε ένοπλες συγκρούσεις μεταξύ τών κυριοτέρων ελληνιστικών κρατών, κυρίως τού βασιλείου τών Σελευκιδών και τής πτολεμαϊκής Αιγύπτου, και δευτερευόντως τής Μακεδονίας)
2. αυτός που προέρχεται από τη Συρία
νεοελλ.
φρ. α) «συριακό άσμα»
μουσ. γενική ονομασία για τη φωνητική μουσική τών διαφόρων συριακών χριστιανικών εκκλησιών
β) «Συριακό χρονικό» — χρονογραφικό έργο ανώνυμου συντάκτη που γράφηκε στη συριακή γλώσσα τού 13ου αιώνα και αποτελεί χρήσιμη πηγή για την ιστορία τού Βυζαντίου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Συριακός — Syrian masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακά — Συριακός Syrian neut nom/voc/acc pl Συριακά̱ , Συριακός Syrian fem nom/voc/acc dual Συριακά̱ , Συριακός Syrian fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακῶν — Συριακός Syrian fem gen pl Συριακός Syrian masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακόν — Συριακός Syrian masc acc sg Συριακός Syrian neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακαῖς — Συριακός Syrian fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακαί — Συριακός Syrian fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακοῖς — Συριακός Syrian masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακοί — Συριακός Syrian masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακοῦ — Συριακός Syrian masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Συριακῆς — Συριακός Syrian fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”